- πρωτογεωμετρικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρώιμη γεωμετρική τέχνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek
Βερδελής, Νικόλαος — (1908 – 1966).Αρχαιολόγος. Διετέλεσε επιμελητής (1942) και έφορος αρχαιοτήτων (1950). Πραγματοποίησε ανασκαφικές έρευνες στα Φάρσαλα και στον Πτελεό της Θεσσαλίας, στη Δίολκο της Κορίνθου, στη Σολύγεια της Κορινθίας, καθώς επίσης στις Μυκήνες και … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πειραιά — Το μουσείο στεγάζεται σε ένα κτίριο του 1966 (Χαριλάου Τρικούπη 31). Ανακαινίστηκε και εμπλουτίστηκε με τη συλλογή κεραμικής και μικροαντικειμένων το 1998, την ίδια χρονιά που τελείωσε και η αναστήλωση του μεγαλύτερου ταφικού μνημείου στην Ελλάδα … Dictionary of Greek